ψαθί

ψαθί
I
Λέγεται και Ψαθό. Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, κοντά στο νησί Γάιδαρος. Με το ίδιο όνομα υπάρχει ύφαλος στα Κουφονήσια (Κρήτη).
II
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ.), στην πρώην επαρχία Μεγαλόπολης, του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεγαλόπολης.
* * *
το, Ν
1. βοτ. α) κοινή ονομασία τού φυτού τύφη, αλλ. ψάθα ή ψαθάκι
β) κοινή ονομασία τού φυτού βούτομος
2. καπέλο, συνήθως ανδρικό, από ψάθα
3. μικρή ψίαθος, στέλεχος διαφόρων αγρωστωδών φυτών μικρού μεγέθους, ψάθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιάθιον, υποκορ. τού ψίαθος*, με αποβολή τού -ι- (πρβλ. σιαγόνιον: σαγόνι, σίαλον: σάλιο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψαθί — το 1. είδος φυτού. 2. ψάθινο καπέλο, ψάθα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Psathi — ( el. Ψάθι, Ψαθί or Ψάθη) may refer to the following places:*in Cyprus: **Psathi, Paphos *in Greece: **Psathi, Arcadia, a village in Arcadia **Psathi, Ios, a village in the Cyclades, on the island of Ios **Psathi, Kimolos, the port of the island… …   Wikipedia

  • Psathi, Arcadia — Psathi ( el. Ψαθί) is a village that is partially surrounded by forests in the southwestern part of the municipality of and a quarter of Megalopoli and in the southwestern part of the prefecture of Arcadia. It used to be a community. It is linked …   Wikipedia

  • κάνης — κάνης, ητος, ὁ (Α) 1. ψαθὶ απὸ πλεγμένο καλάμι, καλαμωτὴ, ψάθα, που φορούσαν οι Αθηναίες ὅταν έβγαιναν απὸ το σπίτι 2. παροιμ. «ὁ κάνης δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῑ» για όσους έχουν άφθονα περιττά πράγματα, ενώ τούς λείπουν τα αναγκαία 3.… …   Dictionary of Greek

  • κάννα — και κάννη, η (AM κάννα και κάννη) νεοελλ. 1. (συνηθέστ. στον τ. κάννη) ο χαλύβδινος σωλήνας τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα 2. βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια καννίδες μσν. μέτρο ύψους… …   Dictionary of Greek

  • ρίπος — ο / ῥῑπος, ΝΑ, και ῥῑπος, τὸ, Α νεοελλ. ναυτ. 1. πλέγμα υφαντό ή χειρόπλεχτο από φθαρμένα σχοινιά, που χρησιμεύει για να τυλίγουν τα χοντρά σχοινιά και να τά προστατεύει από την τριβή 2. φρ. «ρίπος σύγκρουσης» ή «ρίπος Μακάροφ» ορθογώνιο… …   Dictionary of Greek

  • ριπίδιο — το / ῥιπίδιον, ΝΜΑ [ῥιπίς, ίδος] βεντάλια από ψαθί, ύφασμα, χαρτί ή φτερά πουλιών για δροσισμό τού προσώπου νεοελλ. 1. βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας 2. ναυτ. στον πληθ. τα ριπίδια οι πρώτοι νομείς προς την πλώρη ξύλινου πλοίου, που μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • σάλιο — Το προϊόν της έκκρισης των σιαλογόνων αδένων, που χύνεται στο στόμα. Διακρίνεται σε τρία είδη, το παρωτιδικό, χωρίς βλέννα, το υπογνάθιο, που περιέχει λίγη βλέννα και το υπογλώσσιο, που είναι πλούσιο σε βλέννα. Τα τρία αυτά είδη ανακατεύονται στη …   Dictionary of Greek

  • σαγόνι — το, Ν η σιαγόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιαγόνι ον, υποκορ. τού αρχ. σιαγών, όνος, με αποβολή τού ι (πρβλ. σάλιο: σίαλον, ψαθί: ψιάθιον)] …   Dictionary of Greek

  • τύφη — η, ΝΜΑ, και τύφι, τὸ, Α λόγια ονομασία τού γένους, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, υδροχαρών ποωδών φυτών τύφα, με 15 περίπου είδη, ορισμένα από τα οποία φέρουν φύλλα που χρησιμοποιούνται στην καλαθοπλεκτική, στην κατασκευή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”